ανεξοικείωτος, -η

ανεξοικείωτος, -η
-ο αυτός που δεν εξοικειώθηκε ή δεν μπορεί να εξοικειωθεί, να συνηθίσει με κάτι: Είναι ανεξοικείωτος ακόμη με το καινούριο περιβάλλον του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεξοικείωτος — η, ο εκείνος που δεν έχει εξοικειωθεί, δεν έχει συνηθίσει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοικειώ, ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αθανάσιο Ευταξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”